μισελληνικός

μισελληνικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον μισέλληνα ή στον μισελληνισμό («μισελληνική πολιτική»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισέλλην. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικ. Λάτρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”